Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το χαμομήλι

См. также в других словарях:

  • χαμομήλι — χαμομήλι, το και χαμόμηλο, το 1. είδος φυτού. 2. το αφέψημα που παρασκευάζεται από το χαμομήλι: Φτιάξε μου ένα χαμομήλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμομήλι — (ματρικάρια το χαμαίμηλο). Μονοετής πόα της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζιτών (δικοτυλήδονα), κοινότατο είδος σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε ολόκληρη στην Ελλάδα. Έχει φύλλα πολύ σχισμένα, σε τμήματα προμήκη και λεπτά, σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • υδροχαμαίμηλον — τὸ, Α βρασμένο χαμομήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + χαμαίμηλον «χαμομήλι»] …   Dictionary of Greek

  • βραστός — ή, ό (Μ βραστός, ή, όν) [βράζω] 1. αυτός που έχει βράσει μέσα σε νερό, βρασμένος 2. (για μέταλλο) πυρακτωμένος, λειωμένος νεοελλ. Ι. 1. πολύ θερμός, ζεματιστός 2. (για οίνο) εκείνος που έχει υποστεί ζύμωση II. το ουδ. ως ουσ. βραστό, το 1. κρέας… …   Dictionary of Greek

  • ευάνθεμος — εὐάνθεμος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος άνθη, ο ανθηρός 2. το ουδ. ως ουσ. τό ευάνθεμον φυτό που μοιάζει με το χαμομήλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνθεμος (< άνθεμον «άνθος») πρβλ. πορφυρ άνθεμος, φιλ άνθεμος] …   Dictionary of Greek

  • λαμπροπούλι — και λαμπρόπουλο, το το φυτό χαμομήλι …   Dictionary of Greek

  • μαντίλα — η (Μ μανδήλα και μαντήλα) 1. μεγάλο μαντίλι 2. τραπεζομάντιλο νεοελλ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού τών γυναικών, τσεμπέρι, κεφαλοπάνι 2. το ύφασμα που καλύπτει την Αγία Τράπεζα 3. η μεμβρανώδης ή δερματική πτυχή που κρέμεται κάτω από τον λαιμό… …   Dictionary of Greek

  • μαρτολούλουδο — το το φυτό χαμομήλι …   Dictionary of Greek

  • ματρικάρια — η η βοτ. παλαιά ονομασία τού γένους χαμομήλι …   Dictionary of Greek

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

  • χαμαίμηλο — το / χαμαίμηλον, ΝΜΑ (λόγιος τ.) βοτ. το χαμομήλι αρχ. 1. το φυτό ανθεμίς 2. το φυτό παρθένιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + μῆλον (πρβλ. κιτρό μηλον, κροκό μηλον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»